- υδρόρνις
- (-ιθος) η лысуха, водяная птица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόρνις — ιθος, η, Ν ζωολ. λόγια ονομασία τής νερόκοτας ή αγριοπουλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + όρνις] … Dictionary of Greek